Οι περισσότεροι
όγκοι σε νέους άνδρες θεραπεύονται
με επιτυχία με την ταυτόχρονη
εφαρμογή της χειρουργικής,
της ακτινοθεραπείας και
της χημειοθεραπείας καταστρέφοντας
όλα τα κύτταρα που προκαλούν
κακοήθεις όγκους. Αυτές
οι πολύπλευρες θεραπείες
έχουν συχνά ανεπιθύμητες
ενέργειες στη λειτουργία
των γεννητικών κυττάρων.
Είναι πολύ σημαντικό για
το γιατρό να γνωρίζει τις
επιδράσεις που έχει στον
όρχι το καθένα από αυτά τα
είδη θεραπείας, διότι η προσεκτική
επιλογή τους μπορεί να μειώσει
αυτές τις ανεπιθύμητες
ενέργειες, με αποτέλεσμα
η αναπαραγωγική του ικανότητα
να παραμείνει ανεπηρέαστη.
Χειρουργική επέμβαση
Μέχρι σήμερα δεν
έχουν βρεθεί άμεσες βλαβερές
επιδράσεις της χειρουργικής
θεραπείας του καρκίνου
στη λειτουργία των όρχεων.
Ωστόσο, θα μπορούσε να βλάψει
τους νευραγγειακούς μηχανισμούς
που είναι υπεύθυνοι για
τη στύση και την εκσπερμάτιση,
με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται
η μεταφορά των σπερματόζωων και να καταλήξουμε
στην ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ. Μια
επέμβαση στην υπόφυση ή
στα επινεφρίδια μπορεί
να παρέμβει στον άξονα υπόφυση-υποθάλαμος-γονάδες,
προκαλώντας έτσι δευτερογενή
υπογοναδισμό. Εκτομή λεμφαδένων
στον οπισθοπεριτοναϊκό
χώρο, διόρθωση σε ανεύρυσμα
στην περιοχή της κοιλίας,
βουβωνική επέμβαση, χειρουργική
του οσχέου μπορεί να βλάψουν
τους γεννητικούς πόρους
¨ .Καρκίνος
όρχεων:Για τοπικούς όγκους
το πρώτο βήμα είναι η αφαίρεση
του όρχεως, της επιδιδυμίδας
και του σπερματικού τόνου
(ριζική ορχεκτομή) διαμέσου
μιας βουβωνικής τομής.H εγχείρηση
δεν εκτελείται ποτέ δια
τομής στο όσχεο για να μη
δημιουργηθούν νέες οδοί
λεμφικής παροχέτευσης
στο βουβώνα. Εάν ιστολογικά
ανακαλύπτεται εμβρυϊκό
καρκίνωμα, τεράτωμα ή σεμίνωμα
αφαιρούνται και οι οπισθοπεριτοναϊκοί
λεμφαδένες (οπισθοπεριτοναϊκός
λεμφαδενικός καθαρισμός).
Τα σεξουαλικά προβλήματα
που προέρχονται από τον
καρκίνο των όρχεων εξαρτώνται
από τον τύπο του όγκου. Στα
μη σεμινώματα, αφαιρείται
ο όρχις και οι λεμφαδένες
της περιοχής (παρααορτικοί
και ενδοαορτικοί) που αποτελούν
την πρωταρχική λεμφική
παροχέτευση του όρχεως.
Η εκτομή των λεμφαδένων
αυξάνει τις πιθανότητες
επιβίωσης των ασθενών, όμως
εκτεταμένη αφαίρεση του
ιστού που περιβάλλει τους
λεμφαδένες καταστρέφει
το συμπαθητικό σύστημα
από το 11ο θωρακικό έως το 2ο οσφυϊκό γάγγλιο,
νεύρα που είναι υπεύθυνα
για την έναρξη της σπερματικής
διοχέτευσης, το κλείσιμο
του αυχένα της ουροδόχου
κύστεως και την εκσπερμάτιση.
Στη δεκαετία του ’50 η ολική
αφαίρεση των οπισθοπεριτοναϊκών
λεμφαδένων προκαλούσε
στο 100% των ανδρών που είχαν
την ασθένεια αδυναμία εκσπερμάτισης
ή παλίνδρομη εκσπερμάτιση.
Έτσι, αμβλύνεται η σεξουαλική
δραστηριότητα και η γονιμότητα.
¨ Καρκίνος
του προστάτη: Με τη διαγνωστική
βιοψία είναι δυνατό να ελαττωθεί
το σπερματικό υγρό κατά
την εκσπερμάτιση. Παρόμοια
προβλήματα μπορεί να προκαλέσει
η χειρουργική αφαίρεση
του προστάτη. Αν συνδυαστεί
η χειρουργική θεραπεία
με την ορμονοθεραπεία είναι
πιθανό να χαθεί εντελώς
η ικανότητα στύσης και εκσπερμάτισης,
λόγω απόφραξης των σπερματικών
σωληναρίων. Επίσης, με διουρηθρική
εκτομή του προστάτη προκαλείται
παλίνδρομη εκσπερμάτιση
λόγω καταστροφής της βαλβίδας
της ουρήθρας. Με
τις νέες χειρουργικές τεχνικές
μειώνονται αρκετά αυτά
τα προβλήματα.
¨ Καρκίνος
της ουροδόχου κύστης: Η χειρουργική
αφαίρεση του όγκου οδηγεί
σε ίαση. Αν όμως η ουροδόχος
κύστη παρουσιάζει κάποια
αστάθεια, με την έννοια ότι
έχει την τάση να αναπτύσσει
καινούργιους όγκους που
διαπιστώνονται με την επανειλημένη
παρουσία καρκίνων in situ,τότε η θεραπεία
εκλογής είναι η ριζική κυστεκτομή.
Αυτή στους άνδρες περιλαμβάνει
και την αφαίρεση του προστάτη
και της σπερματοδόχου κύστεως.
Με την κυστεκτομή αποκόπτονται
τα νεύρα που ρυθμίζουν τη
στύση, με αποτέλεσμα να μειωθεί
η σεξουαλική επιθυμία και
να προκληθεί παλίνδρομη
εκσπερμάτιση. Όλα αυτά οδηγούν
στην ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ.
Η γρήγορη εξέλιξη αποτελεσματικών
μεθόδων χημειοθεραπείας
κατά των κακοήθων όγκων,
καθώς και η προσεκτική και
διεξοδική χαρτογράφηση
της λεμφικής διασωλήνωσης στους όρχεις, οδήγησε
σε πιο εκλεκτική αφαίρεση
λεμφικού ιστού. Η τροποποιημένη
εκτομή οπισθοπεριτοναϊκών
λεμφαδένων διατηρεί τη
λεμφική ροή, εξασφαλίζοντας
την ικανότητα εκσπερμάτισης
στο 75% των ασθενών. Επιπρόσθετες
τροποποιήσεις στην εκτομή
οπισθοπεριτοναϊκών λεμφαδένων
που συμπεριλαμβάνουν επεμβάσεις,
ο οποίες δεν προκαλούν βλάβες
στα νεύρα, εξασφάλισαν την
ικανότητα εκσπερμάτισης
στο 100% των ανδρών που υποβλήθηκαν
σ’ αυτές τις επεμβάσεις.
Τέτοιου είδους εγχειρήσεις
εφαρμόστηκαν με επιτυχία
σε ασθενείς μετά από χημειοθεραπεία.
Ακτινοθεραπεία
Η ακτινοθεραπεία
χρησιμοποιείται επιτυχώς
σαν ένα πρόσθετο μέσο θεραπείας
στην χειρουργική και τη
χημειοθεραπεία για την
αντιμετώπιση καταστάσεων
κακοήθων όγκων συμπεριλαμβανομένου
του λεμφώματος Hodgkin και των όγκων των
γεννητικών κυττάρων. Συνήθως
χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις
κατά τις οποίες η χειρουργική
αφαίρεση ενός όγκου είναι
δύσκολη ή υπάρχει υποψία
γρήγορης υποτροπής ή η ιστολογική
εξέταση του χειρουργικού
παρασκευάσματος δείχνει
καρκινικά κύτταρα στα άκρα
της εκτομής. Πολλοί ουρολόγοι
συνιστούν την προεγχειριτική
ακτινοθεραπεία, ειδικά
σε περιπτώσεις διηθούντων
νεοπλασμάτων. Σκοπός της
θεραπείας είναι να μειώσει
τη μάζα του νεοπλάσματος
καθώς επίσης και τις περιφερικές
επεκτάσεις του. Για εντοπισμένα
σεμινώματα η ακτινοθεραπεία
χρησιμοποιείται ως προληπτικό
μέσο για τους πυελικούς
και οπισθοπεριτοναϊκούς
λεμφαδένες. Η άμεση έκθεση
του όρχι σε ιονίζουσα ακτινοβολία,
όπως και σε διαχεόμενη ακτινοβολία
προκαλεί ανεπανόρθωτη
βλάβη στο κυτταρικό DNA των σπερματογονίων,
πράγμα που αναστέλλει τον
πολλαπλασιασμό τους και
οδηγεί στην υπογονιμότητα.
Συστηματική χορήγηση ραδιενεργού
ιωδίου-131 μπορεί επίσης να
επηρεάσει αρνητικά την
ικανότητα σπερματογένεσης.
Ο Paterson αναφέρει
ότι η θεραπεία με ράδιο προκαλεί
στους ασθενείς στείρωση.
Τα αναπτυσσόμενα σπερματογόνια
και σπερματοκύτταρα είναι
εξαιρετικά ευαίσθητα στην
ιονίζουσα ακτινοβολία.
Αυτές οι επιδράσεις έγιναν
γνωστές σε λίγο χρονικό
διάστημα μετά την ανακάλυψη
των ακτίνων Χ και τη χρησιμοποίησή
τους για θεραπευτικούς
σκοπούς. Το βλαστικό σπερματικό
επιθήλιο είναι πιο ευαίσθητο
από άλλα, γρήγορα διαιρούμενα,
κύτταρα.
Τα σπερματοκύτταρα
και η σπερματίδα μπορούν
να υποστούν βλάβη ακόμα
και σε μικρές δόσεις ακτινοβολίας.
Στον άνθρωπο, δόσεις ακτινοβολίας
μεγαλύτερες από 200cGy προκαλούν
μη αναστρέψιμη αζωοσπερμία.
Αν δε ληφθούν μέτρα προστασίας
των όρχεων για δόσεις άνω
των 60 Gy έχουμε
μόνιμη στείρωση, ενώ για
τις μικρότερες δόσεις παροδική
βλάβη των σπερματοζωαρίων.
Η επαναφορά της σπερματογένεσης
μετά από έκθεση σε ακτινοβολία
διαρκεί από 8-30 μήνες.
Οι παράγοντες που συμβάλλουν
στα καταστροφικά αποτελέσματα
της ακτινοβολίας είναι
το μήκος κύματος και ο τρόπος
εκπομπής. Κλιμακωτές δόσεις
ακτινοβολίας προκαλούν
μεγαλύτερη καταστροφή
από αυτή που προκαλεί μία
συνεχής δόση. Οι μικρές δόσεις
μπορούν να βλάψουν αποκλειστικά
το σπερματικό επιθήλιο,
χωρίς να προκαλέσουν βλάβες
σε γειτονικά κύτταρα.
Συγκεκριμένα, ορισμένοι
άνδρες με καρκίνο των όρχεων
και του πέους που υπέστησαν
ακτινοβολία και αφαίρεση
του ενός όρχεως αναφέρουν
χαμηλή ή και καμία σεξουαλική
δραστηριότητα, προβλήματα
κατά τη στύση και μειωμένη
ποσότητα σπέρματος. Κατά
τη θεραπεία του καρκίνου
του προστάτη, που γίνεται
είτε με εξωτερική ακτινοβολία
είτε με εμφύτευση ραδιενεργών
κόκκων μέσα στον όγκο, όταν
αφαιρεθούν οι λεμφαδένες
της πυέλου και τοποθετηθεί
το ραδιενεργό εμφύτευμα
για τους εντοπισμένους
όγκους το 15%-25% των ασθενών παρουσιάζουν
προβλήματα στύσης, ανικανότητα
και περίπου το 30% παλίνδρομη
εκσπερμάτιση.
Σε άλλες παθολογικές
καταστάσεις-όπως σε λευχαιμίες,
καρκίνο πνευμόνων, μελάνωμα,
νευροβλάστωμα, όγκο όρχεων
και λέμφωμα Hodgkin-εφαρμόζεται και
η ολοσωματική ακτινοβολία
(TBI: Total Body Irradiation). Μετά την ακτινοβολία
συνήθως παραμένει ανεπηρέαστος
ένας αριθμός αρχέγονων
κυττάρων. Μπορεί να υποτεθεί
δηλαδή ότι υπάρχει μια δεξαμενή
αρχέγονων κυττάρων που
επιβίωσαν μετά από μια δόση
ακτινοβολίας και μετά από
μια περίοδο θα επανέλθει
η ισορροπία αφού θα έχουν
πολλαπλασιαστεί τα σπερματόζωα.
Σε άνδρες ασθενείς
με ηλικία μετά την ήβη παρατηρήθηκαν
αυξημένα τα επίπεδα της
θυλακιοτρόπου (FSH) και της ωχρινοτρόπου
(LH) ορμόνης
ενώ τα επίπεδα της τεστοστερόνης
ήταν φυσιολογικά. Η λειτουργία
των κυττάρων Leydig δεν επηρεάστηκε ενώ αυτή
των κυττάρων Sertoli ήταν ανώμαλη και παρατηρήθηκε
εξάλειψη της σπερματογένεσης.
Η αζωοσπερμία είναι κανόνας
αν και έχουν αναφερθεί εξαιρέσεις.
Χημειοθεραπεία
Χημειοθεραπεία είναι
η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε
και κατά συνέπεια να θεραπεύσουμε
διάφορα νοσήματα χορηγώντας
ενώσεις που είναι φυσικώς
ή χημικώς παρασκευασμένες.
Τα χημειοθεραπευτικά παρασκευάσματα
δρουν στο παθολογικό κύτταρο
με το να εμποδίζουν την ανάπτυξη
και τον πολλαπλασιασμό
του και με το να επιφέρουν
την καταστροφή του. Το κάθε
φάρμακο δρα με τον δικό του
τρόπο. Όλα τα κυτταροστατικά
φάρμακα σκοτώνουν τα παθολογικά
αλλά και τα φυσιολογικά
κύτταρα, τα οποία
όμως έχουν τη δυνατότητα
αναγεννήσεως. Έτσι σε μικρά
διαστήματα μερικών μόνο
ημερών, αναγεννώνται και
επανέρχονται στον αρχικό
τους αριθμό.
Για την αποτελεσματική
θεραπεία των περισσότερων
κακοήθων όγκων απαιτείται
συστηματική θεραπεία με αντινεοπλασματικά
φάρμακα. Γοναδική βλάβη
μπορεί να προκληθεί κατά
τη διάρκεια της θεραπείας
ή και να εμφανισθεί ως χρόνια
παρενέργεια της αντινεοπλασματικής
θεραπείας. Σε νέους άνδρες
στους οποίους χορηγούνται
χημειοθεραπευτικά φάρμακα
παρατηρείται μείωση του
αριθμού των σπερματοζωαρίων,
ελάττωση της κινητικότητάς
τους, ή νέκρωση των ίδιων
των σπερματοζωαρίων (αζωοσπερμία),
μειωμένη σεξουαλική επιθυμία
και δυσλειτουργία του στυτικού
ιστού.
Ορισμένα κυτταροστατικά
όπως οι αλκυλιούντες παράγοντες,
τα παράγωγα του λευκόχρυσου
και οι ανθρακυκλίνες, δρουν
μέσω της παραγωγής δραστικών
χημικών ενώσεων ή ριζών,
οι οποίες προκαλούν βλάβη
ή καταστροφή του DNA και άλλων κυτταρικών
στοιχείων. Γενικότερα, παρεμβαίνουν
στη σύνθεση του DNA ή το διπλασιασμό του. Αυτές
οι επιδράσεις είναι αυξημένες
στα ταχύτατα διαιρούμενα
καρκινικά κύτταρα. Οι συνεχείς
μιτωτικές διαιρέσεις των
γεννητικών κυττάρων κάνουν
τους όρχεις εξαιρετικά
ευάλωτους στις τοξικές
επιδράσεις της χημειοθεραπείας.
Με τις περισσότερες
χημειοθεραπευτικές αγωγές
προκαλείται ορχική βλάβη,
συμπεριλαμβανομένης της
βλάβης στο βλαστικό σπερματικό
επιθήλιο και, σε μικρότερη
έκταση, στα κύτταρα Leydig. Τα γεννητικά κύτταρα
είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη
των ώριμων σπερματόζωων
και τη συνέχιση της σπερματογόνου
βλαστικής σειράς. Η χημειθεραπεία,
λοιπόν, που καταστρέφει
αυτά τα κύτταρα οδηγεί στην
αζωοσπερμία σε μικρό χρονικό
διάστημα μετά την έναρξη
της θεραπείας. Μετά από ένα
χρονικό διάστημα που διαφέρει
από άτομο σε άτομο, η βλαστική
σειρά αναγεννάται από σπερματογόνια
που επιβίωσαν. Μετά από θεραπεία
με αλκυλιωτικούς παράγοντες
μπορεί να προκαλέσει ολοκληρωτική
εξάλειψη των σπερματογονίων
και να οδηγήσει στην αζωοσπερμία
και τη στειρότητα.
Επίσης,
κυτταροτοξικές επιδράσεις
στον άξονα υποθάλαμος- υπόφυση
–όρχεις μπορεί να προκληθεί
από προϋπάρχουσα βλάβη
στα κύτταρα Leydig, που είναι
υπεύθυνα για την παραγωγή
τεστοστερόνης, ορμόνης
που αυξάνει την σεξουαλική
επιθυμία και είναι απαραίτητη
για τη σπερματογένεση. Τα
κύτταρα Leydig έχουν αργό
ρυθμό μιτωτικής διαίρεσης
και είναι λιγότερο επιρρεπή
στις τοξικές επιδράσεις
της χημειοθεραπείας.
Η χημειοθεραπεία μπορεί
να επηρεάσει μόνιμα ή παροδικά
το σπερμοδιάγραμμα αν και
επέρχεται ισορροπία ορμονών,
είναι δυνατό να μην επανέλθει
η δυνατότητα τεκνοποιίας.
Ωστόσο, η γενετήσια επιθυμία
και η στύση δεν επηρεάζονται.
Η σεξουαλική ανεπάρκεια
που ίσως ακολουθήσει τη
θεραπεία είναι θέμα περισσότερο
ψυχολογικό και έτσι πρέπει
να αντιμετωπισθεί.
Τοξικές
επιπτώσεις των κυτταροστατικών
στους όρχεις: Στους γεννητικούς
αδένες των αρρένων η κυκλοφωσφαμίδη
είναι τοξική και προκαλεί
αζωοσπερμία. Η δράση μπορεί
να είναι αναστρέψιμη αρκετούς
μήνες μετά τη λήψη της θεραπείας.
Η χλωραμβουκίλη και η Thiotepa προκαλούν
επίσης αζωοσπερμία. Ο πιο
γοναδοτοξικός παράγοντας,
όμως, φαίνεται πως είναι
η προκαρβαζίνη. Η αζωοσπερμία
που προκαλεί είναι αναστρέψιμη
μετά τριετία σχεδόν από
τη διακοπή της θεραπείας.
Δεν είναι σαφές αν η βινκριστίνη
μόνη της και η δοξορουβικίνη
μόνη της ασκούν τοξική δράση
στους όρχεις. Η δοξορουβικίνη
όμως εμφανίζει συνεργική
δράση, προστιθέμενη με σχήματα
με κυκλοφωσφαμίδη.
Για
ασθενείς που πήραν τα κλασικά
χημειοθεραπευτικά σχήματα
για τη νόσο του Hodgkin (MOPP, MVPP), τα ποσοστά
αζωοσπερμίας κυμαίνονται
από 50%-70%, ενώ οι υπόλοιποι ασθενείς
που δεν είναι αζωοσπερμικοί
εμφανίζουν ολιγοσπερμία.
Στη συνέχεια, θα πρέπει
να αναφέρουμε και ορισμένα
άλλα κυτταροστατικά φάρμακα
όπως η μεθοτρεξατη που
προκαλεί παροδική ολιγοσπερμία
και στείρωση σε κάποιες
περιπτώσεις, η βουσουλφάνη
που προκαλεί στειρότητα,
αζωοσπερμία, ανικανότητα
και γυναικομαστία, και η
καρμουστίνη που προκαλεί
ολιγοσπερμία και γυναικομαστία
στους άνδρες.
Ορμονοθεραπεία
Η ορμονοθεραπεία από αρκετούς
επιστήμονες θεωρείται
ένα είδος χημειοθεραπείας.
Ωστόσο, έχει γίνει μεγάλη
πρόοδος στον ερευνητικό
τομέα της ορμονοθεραπείας,
που οδηγεί στην θεώρησή
της ως ξεχωριστό είδος αντικαρκινικής
θεραπείας. Από πολύ καιρό
είναι γνωστό ότι οι ενδοκρινείς
αδένες παράγουν ουσίες
οι οποίες ονομάζονται ορμόνες,
και ότι αυτές επιδρούν στα
ορμονοεξαρτώμενα όργανα.
Η κατανόηση της συνθέσεως
και του μεταβολισμού τους,
η ανάπτυξη νέων συνθετικών
ορμονικών ουσιών και η αποκάλυψη
των υποδοχέων των στεροειδών
ορμονών, έδωσαν πραγματική
ώθηση στην κατανόηση του
μηχανισμού δράσεως των
ορμονών στα νεοπλάσματα.
Σε ορμονοεξαρτώμενο νεόπλασμα
η διακοπή της ενδογενούς
παραγωγής ορμόνης αναστέλλει
ή επιβραδύνει την ανάπτυξή
του. Οι ορμόνες έχουν επίσης
θεραπευτικά αποτελέσματα
σε κακοήθη νοσήματα που
δεν προέρχονται από ορμονοεξαρτώμενα
όργανα.
Γενικά,
η ορμονοθεραπεία στηρίζεται
στην αφαίρεση του οργάνου
το οποίο την παράγει (χειρουργική),
στην καταστροφή της λειτουργίας
του (ακτινοθεραπευτική)
και στην πρόσθετη ορμονοθεραπεία
η οποία βασίζεται σε χορήγηση
ορμονών και ουσιών οι οποίες
δρουν σαν ορμόνες ή αντιορμόνες
ή φάρμακα τα οποία παρεμβαίνουν
στους ορμονοεξαρτώμενους
μηχανισμούς.
Ο ακριβής
μηχανισμός δράσεως των
περισσοτέρων ορμονών είναι
άγνωστος μέχρι σήμερα. Όμως,
ο κυριότερος τρόπος δράσεώς
τους οφείλεται στη σύνδεση
της ορμόνης με τον ομόλογο
υποδοχέα και σχηματισμό
συμπλέγματος το οποίο διαμετατίθεται
στον πυρήνα του κυττάρου
όπου παρακωλύει τη σύνθεση
DNA, RNA, πρωτεϊνών
και την κυτταρική διαίρεση.
Το νεόπλασμα
του προστάτη είναι από τις
συνηθέστερες νεοπλασίες
που υποβάλλονται σε ορμονοθεραπεία.
Κατηγορίες ορμονών που
χρησιμοποιούνται και για
την καταπολέμηση νεοπλασμάτων
στους άνδρες είναι τα οιστρογόνα, που χρησιμοποιούνται
για ανακουφιστική θεραπεία
των μεταστατικών νεοπλασμάτων
του προστάτη, οι προγεστερόνες,
που χρησιμοποιούνται για
τον καρκίνο του προστάτη
και του νεφρού, τα αντιανδρογόνα,
για τον καρκίνο του προστάτη
και οι αναστολείς
της γοναδοτροπίνης, επίσης
για τον καρκίνο του προστάτη.
Όλες αυτές
οι ορμόνες έχουν παρενέργειες
που εμφανίζονται και στους
γεννητικούς αδένες των
ανδρών. Γενικότερα, τα οιστρογόνα
στον άνδρα προκαλούν γυναικομαστία,
ατροφία των όρχεων, μεταβολή
του φυλετικού ψυχισμού
και ανικανότητα. Οι προγεστερόνες
προκαλούν επίσης ανικανότητα,
τα αντιανδρογόνα γυναικομαστία,
ατροφία των όρχεων και ελάττωση
της σπερματογένεσης, και
οι αναστολείς της γοναδοτροπίνης
γυναικομαστία και φυλετική
ανικανότητα.
Συμπερασματικά,
λοιπόν, και η ορμονοθεραπεία
ανήκει στους παράγοντες
που προκαλούν την Ανδρική
Υπογονιμότητα.
ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ
ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑΣ
Υπάρχουν ορισμένες μέθοδοι
προστασίας των πνευμόνων
για να περιορίσουμε τις
βλάβες των όρχεων από τις
σοβαρές αρνητικές συνέπειες
του καρκίνου και της θεραπείας
του:
1. Αναστολή
του ελέγχου - από την υπόφυση
– της σπερματογένεσης χρησιμοποιώντας
φάρμακα που επιδρούν στην
παραγωγή και απελευθέρωση
της γοναδοτροπίνης.
2. Εναλλακτικές
χημειοθεραπευτικές μέθοδοι.
3. Μείωση των
επιπέδων της ακτινοβολίας
κατά την ακτινοθεραπεία
σε λιγότερο από 100 cGy.
4. Προστατευτικό
κάλυμα κατά την ακτινοβόληση.
5. Μείωση εξετάσεων
κατά τις οποίες χρησιμοποιούμε
ιονίζουσα ακτινοβολία.
6. Τράπεζες
σπέρματος (μόνο 23% των ασθενών
με νόσο του Hodgkin και 66% των ανδρών
με όγκους των γεννητικών
κυττάρων καλύπτουν τις
ελάχιστες προϋποθέσεις
για να διατηρηθεί το σπέρμα
τους σε τράπεζα σπέρματος).
Για τη
σωστότερη αντιμετώπιση
του καρκίνου και την καλύτερη
προστασία του ασθενούς
από τις επιπτώσεις του στη
γονιμότητα είναι απαραίτητη
η συνεργασία του ασθενούς
με το γιατρό και η άρτια ενημέρωση
του, ώστε να πάρει και ο ίδιος
κάποιες αποφάσεις όπως
την εξωσωματική γονιμοποίηση
και άλλες μεθόδους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ειδική
Παθολογική Ανατομική, Κ.Σ.
Παπαδημητρίου, Εκδόσεις
Λίτσας
2. Μαθήματα
Ακτινοθεραπείας, Λ.Σ. Παπαδόπουλος,
Κ.Π. Πιστεύου Γoμπακη,
Γ.Α. Πλατανιώτης, University Studio Press
3. Στοιχεία
Ακτινοβιολογίας και Ακτινοθεραπευτικής
Ογκολογίας, Δρ. Ν. Θρουβαλάς,
Δρ. Γ. Τσακίρης, Εκδόσεις
Λίτσας
4. Θερεπεία
Νεοπλασμάτων (Λευχαιμίες,
Λεμφώματα, Συμπαγείς όγκοι),
Μ.Ι Χατζηγιαννάκη, Εκδόσεις
Λίτσας
5. Ολοσωματική
Ακτινοβόλια (ΤΒΙ:Total Body Irradiation)
6. Δρ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΙΣΤΕΥΟΥ-ΓΟΜΠΑΚΗ, University Studio press
7. Ογκολογία,
Κ.Παπαβασιλείου, Ι. Κουβάρης,
Κ. Γεννατάς, Δ. Βώρος, Εκδόσεις
Παρισιάνος
8. Ο Καρκίνος.Διάγνωση
Πρόληψη, Θεραπεία και Καθημερινή
Αντιμετώπιση: Ένας οδηγός
για όλους , Malin Dollinger, M.D. Ernest Rosenbaum, M.D. Greg Cable
9. Nεοπλάσματα, Ε.Χ.
Καζλάρη, Εκδόσεις
Παρισιάνος
10. Αρχές και
Προβλήματα στην Ογκολογία, Περικλής Π. Βασιλόπουλος, Εκδόσεις Πασχαλίδης
11. Θεραυτική
του καρκίνου, Χειρουργική,
Ακτινοθεραπεία, Χημειοθεραπεία, Εκδόσεις Παρισιάνος
12. Εγκόλπιο Ογκολογίας,
Γεράσιμος Ρηγάτος
13. Χημειοθεραπεία,
Ευαγγελία Μπαρμπουνάκη-Κωνσταντάκου, Εκδόσεις ΒΗΤΑ
14. Male Infertility Overview,
Assessment, Diagnosis and Treatment (IVF.com)
15. Cancer and Male Factor Infertility,
Raymond A. Costabile, M.D. , Marianne Spevak
16. Fighting Prostate Cancer ,
UCSF Urology
17. Εμβρυολογία
Ι, Ρωξάνη Αγγελοπούλου, Εκδόσεις
Πασχαλίδης
18. Φυσιολογία
Ι, Vander, Sherman, Luciano, Τσακόπουλος,
Εκδόσεις Πασχαλίδης
19. www.cancer.gov
20. www.acor.org.
21. www.medlib.med.utah.edu
|